A-sosNews

Κοινωνία"

"Σκυλάδικα": Γιατί ονομάστηκαν έτσι τα νυχτερινά κέντρα;



Οι αμέτρητες θεωρίες, με τις πόρνες, τα τραγούδια και το κακό φαγητό!

Ο όρος σκυλάδικο είναι υποτιμητικός χαρακτηρισμός για νυχτερινά κέντρα διασκέδασης στην Ελλάδα που προσφέρει χώρο για χορό και ζωντανή λαϊκή μουσική η οποία θεωρείται ποιοτικά κατώτερη. Μειωτικά χρησιμοποιείται και για τη περιγραφή ενός υποείδους του λαϊκού τραγουδιού. Ως σκυλάδικο αποκαλείται και η «παρακμιακή» μορφή του λαϊκού τραγουδιού.

Ήταν ένα παλιότερο είδος μαγαζιού που γεννήθηκε αυθόρμητα και απροσχημάτιστα για να χωρέσει τους ανθρώπους του περιθωρίου εκφράζοντας την απόγνωση και την εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων. Με δικούς του κώδικες τιμής και συμβολισμούς, το σκυλάδικο εμφανίστηκε εν μία νυκτί κατά τη δεκαετία του 1930 για να μπορεί να μεθύσει κάποιος μέχρι λιποθυμίας ή να κάθεται όλο το βράδυ μόνος χωρίς να ενοχλούνται οι υπόλοιποι θαμώνες. Το σκυλάδικο ήταν ένα καταφύγιο για τους κατατρεγμένους και τους απόκληρους, ένα άβατο γκέτο όπου ακούγονταν λαϊκά που αποθέωναν τη μελαγχολία και απέπνεαν ήττα, θάνατο, καψούρα, σεξουαλικότητα, ναρκωτικά και αλκοόλ. Αυτά τα κέντρα αγνώστου κατηγορίας φιλοξενούσαν τη λούμπεν παρακμιακότητα, πλάι στους μαχαιροβγάλτες, τους χασικλήδες, τις πόρνες και τους ανθρώπους του περιθωρίου.


Ή έτσι θέλει τουλάχιστον η ιστορική ανασυγκρότηση ενός φαινομένου που γεννήθηκε στις παρυφές της κοινωνίας και μέχρι να γίνει mainstream είχε ήδη αλλάξει πολλά πρόσωπα, αν και η αυθεντικότητά του φάνηκε διαχρονική…

Οι εκδοχές για την ετυμολογία του σκυλάδικου

Το «σκυλάδικο» είναι ένας όρος της αργκό που εμφανίζεται πιθανότατα τη δεκαετία του 1930 για να περιγράψει έναν νέο τρόπο διασκέδασης που λάμβανε χώρα στις παρυφές των πόλεων, εκεί που ό,τι γινόταν έμενε για πάντα στο αθέατο της κοινωνίας. Η πρώτη δημοφιλής θεωρία τοποθετεί την ίδρυσή τους στα περίχωρα της Αθήνας και του Πειραιά και δεν ήταν παρά υποτυπώδη μαγαζιά δύο δωματίων: στο ένα προσφερόταν ένα φαΐ της κακιάς ώρας συνοδεία κάποιου μουσικού οργάνου και στο άλλο περίμενε μια ιερόδουλη για τα περαιτέρω. 


Η πληρωμή γινόταν μάλιστα για όλο το «πακέτο», βραστό κρέας και σεξ δηλαδή. Τα κακόφημα αυτά χαμαιτυπεία των λαϊκών στρωμάτων άρχισαν κάποια στιγμή να αποκαλούνται «σκυλάδικα» γιατί τα στήνανε όπως είπαμε εκτός αστικού ιστού, στην ερημιά της τότε εξοχής. Όπου ερημιά όμως και αγριόσκυλα, απ’ όπου φαίνεται να έλκει το όνομά του το σκυλάδικο, καθώς για να φτάσεις στο κέντρο της πολύπλευρης διασκέδασης έπρεπε να διαβείς τις ερημιές που έκοβαν βόλτες οι αγέλες των σκυλιών. Εφημερίδα της εποχής, σχολιάζοντας την καριέρα καλλιτέχνιδος του καιρού, διατείνεται ότι η αρτίστα δούλευε σε λαϊκά κέντρα μακριά από το κέντρο της Αθήνας και ιδιαίτερα στα σκυλάδικα, στις ερημιές δηλαδή.

Φαγητό στον κατάλογο

Η δεύτερη εκδοχή συμφωνεί με την ιδρυτική πράξη του σκυλάδικου, αν και παραλλάσει ελαφρώς τα «βαφτίσια»: τα σκυλάδικα είναι εδώ μαγαζιά που συνήθιζαν να σερβίρουν μόνο ποτό, αν και λόγω της διατίμησης του αλκοόλ αναγκάστηκαν να βάλουν και φαγητό στον κατάλογο, το οποίο φυσικά δεν τρωγόταν με τίποτα. Κι έτσι οι θαμώνες το πάσαραν στα αδέσποτα σκυλιά. Τα μπουζουξίδικα αυτά περιβάλλονταν τώρα από αγέλες σκύλων, καθώς το τάισμά τους με κρέας κακής ποιότητας ήταν καθημερινό, κι αυτό οδήγησε στον χαρακτηρισμό των κέντρων διασκέδασης ως «σκυλάδικα». Τα σκυλάδικα ήταν αρχικά καλοκαιρινά μαγαζιά, ανοιχτά δηλαδή, και εμφανίστηκαν στις Τζιτζιφιές, πλάι στα γνωστά μπουζουξίδικα όπου τραγουδούσε η αφρόκρεμα της εποχής. Τα αναγνώριζες φυσικά από τις ορδές των σκυλιών που περίμεναν υπομονετικά στις αυλές τους, με τον αριθμό μάλιστα των αδέσποτων να υποδεικνύει την επιτυχία του μαγαζιού: όσο περισσότερα τα τετράποδα, τόσο καλύτερα έτρωγαν, άρα τόσος περισσότερος κόσμος συνωστιζόταν στο εσωτερικό τους!

Η φυλακή των Βούρλων

Μια τρίτη εκδοχή, ευθυγραμμισμένη με τις παραπάνω αν και πιο επεξηγηματική, τοποθετεί τη γέννηση του σκυλάδικου στον προπολεμικό Πειραιά και δη στην περιοχή του Aγίου Διονυσίου. Εκεί υπήρχε λοιπόν ένα ολόκληρο οικοδομικό συγκρότημα που μετατράπηκε αργότερα στη φυλακή των Βούρλων, αν και στα χρόνια της ιστορίας μας λειτουργούσε ως καλός οίκος ανοχής και λεγόταν «Χαμαιτυπείον». Οι ιερόδουλες νοίκιαζαν ένα κλουβάκι που έλεγαν δωμάτιο (το οποίο ήρθε κουτί αργότερα όταν μεταποιήθηκε σε κελί φυλακής) και τα Βούρλα μεταμορφώθηκαν σε πόλο έλξης για άντρες κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, από στρατιώτες και ναυτεργάτες μέχρι οικογενειάρχες και ευκατάστατους εργένηδες. Οι πόρνες των Βούρλων, καθώς διέθεταν δική τους στέγη και κρεβάτι, ήταν οι προνομιούχες της πιάτσας του Πειραιά, πλάι σε εκείνες που αναγκάζονταν να εργάζονται στους δρόμους και τα χαμαιτυπεία της περιοχής, χρεώνοντας φτηνότερες τιμές για τις υπηρεσίες τους. 

Στα σοκάκια του Πειραιά

Αυτές φαίνεται να είναι οι πρώτες «σκυλούδες», πόρνες δευτέρας και τρίτης κατηγορίας δηλαδή που περιφέρονταν μαζί με την παρακμιακή αντρική πελατεία τους στα κακόφημα σοκάκια του Πειραιά, όμοια με τις αγέλες των αδέσποτων σκύλων. Στην αργκό της εποχής εμφανίζονταν και ως «λαμαρίνες», μιας και η ερωτική συναλλαγή ολοκληρωνόταν στον δρόμο, πίσω από τις λαμαρίνες της γέφυρας του Aγίου Διονυσίου. Πώς περάσαμε όμως από τις σκυλούδες στα σκυλάδικα; Γι’ αυτό υπεύθυνη φαίνεται να είναι η διαβόητη πειραϊκή Τρούμπα! Εκεί, μεταπολεμικά, άνοιξαν τα πρώτα καμπαρέ με γνωστούς καλλιτέχνες του καιρού και κόσμο της καλής κοινωνίας, γεννώντας μια νέα πιάτσα διασκέδασης στον Πειραιά. Όταν κατέφτασε όμως ο αμερικανικός 6ος Στόλος, η ζήτηση δεν μπορούσε να καλυφθεί από τα ακριβά καμπαρέ, κι έτσι σύντομα εμφανίστηκε μια μακρά σειρά δεύτερων και παρακμιακών νυχτερινών κέντρων, για να εκμεταλλευτούν το δολάριο που έρρεε άφθονο. Οι σκυλούδες μεταφέρθηκαν πια στην πιάτσα της Τρούμπας και οι κράχτες των φτηνών κέντρων διασκέδασης άρχισαν να αποκαλούν στην αργκό τα μαγαζιά σκυλάδικα, μιας και εκεί μαζεύονταν τώρα οι ιερόδουλες της γέφυρας του Aγίου Διονυσίου.


Μεγάλες δόξες

Συνυφασμένο με την παρακμή και την ηθική κατάπτωση, το σκυλάδικο γνώρισε τις δικές του ιστορικές δόξες και είναι σίγουρο ότι στα προπολεμικά χρόνια ήταν κάτι ολότελα διαφορετικό από τη σημερινή παραφθαρμένη εκδοχή του. Ενδεικτικές εδώ είναι οι σύγχρονες ετυμολογικές αναζητήσεις του όρου, που συσχετίζουν τη λέξη με την ποιότητα του μπουζουξίδικου και του ήχου του, αν και αποστερούν από το σκυλάδικο την πλούσια ιστορία του. Σύμφωνα με αυτή τη γραμμή σκέψης, ο τρόπος που τραγουδούσαν οι αοιδοί αλλά και η κακή φωνή τους έκανε να μοιάζουν τα τραγούδια με γάβγισμα, απ’ όπου και βγήκε ο όρος «σκυλάδικο». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η εκδοχή που θέλει τους τραγουδιστές να ερμηνεύουν τα τραγούδια πολύ γρήγορα, σχεδόν ασθματικά, μέχρι να βρουν εκείνο που θα είχε αντίκτυπο στο κοινό. Όταν ο κόσμος άρχιζε να πετά λουλούδια και να σπάει πιάτα, ο τραγουδιστής έκοβε ρυθμούς και ερμήνευε το σουξέ κανονικά, για να το απολαύσει το μαγαζί. Μετά συνεχιζόταν η ίδια διαδικασία με τα απανωτά ρεφρέν, που έκανε τη φωνή των τραγουδιστών να μοιάζει με ασθματικό λυγμό σκύλου, καθώς το λαχάνιασμα στη φωνή τούς εμπόδιζε ακόμα και να πάρουν σωστή αναπνοή. Το αναπνευστικό αυτό «πρόβλημα» γέννησε τα γαβγίσματα και τα τελευταία το «σκυλάδικο», τις «σκυλούδες» τραγουδίστριες αλλά και τους «σκυλάδες» θαμώνες των αντίστοιχων κέντρων.

Οι θεωρίες αυτές είναι ωστόσο πολύ μεταγενέστερες και αφορούν κυρίως στα μπουζούκια της δεκαετίας του 1970, όταν το σκυλάδικο μετρούσε ήδη αρκετές δεκαετίες πλούσιας ζωής. Σήμερα ξέρουμε όλοι καλά τι εννοούμε σκυλάδικα τραγούδια και τι σκυλάδικα μπουζούκια και πιθανότατα εξίσου καλά ήξεραν τι περιλάμβανε ο όρος και οι θαμώνες της προπολεμικής Ελλάδας…

Δεν υπάρχουν σχόλια

Euroleague: Στην κορυφή του top10 το κάρφωμα του Μόουζες Ράιτ στο Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός

ΦΩΤΟ eurokinissi Ο Μόουζες Ράιτ ήταν από τους πρωταγωνιστές στο  Ολυμπιακός  – Παναθηναϊκός για την 29η αγωνιστική της  Euroleague  και έκαν...